- δυσκρασία
- δυσκρᾱσίᾱ , δυσκρασίαbad temperamentfem nom/voc/acc dualδυσκρᾱσίᾱ , δυσκρασίαbad temperamentfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκρασίᾳ — δυσκρᾱσίαι , δυσκρασία bad temperament fem nom/voc pl δυσκρᾱσίᾱͅ , δυσκρασία bad temperament fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκρασία — η (AM δυσκρασία) 1. άσχημες καιρικές συνθήκες 2. κακή κράση τού οργανισμού νεοελλ. χρόνια νοσηρή κατάσταση που συνδέεται με διαταραχές μεταβολισμού (ουρική αρθρίτιδα, διαβήτη, παχυσαρκία κ.λπ.) … Dictionary of Greek
δυσκρασικός — ή, ό 1. σχετικός με τη δυσκρασία 2. αυτός που οφείλεται στη δυσκρασία (δυσκρασική νόσος) … Dictionary of Greek
δυσκρασίαι — δυσκρᾱσίαι , δυσκρασία bad temperament fem nom/voc pl δυσκρᾱσίᾱͅ , δυσκρασία bad temperament fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκρασίας — δυσκρᾱσίᾱς , δυσκρασία bad temperament fem acc pl δυσκρᾱσίᾱς , δυσκρασία bad temperament fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
discrasia — (del lat. «dyscrasĭa», del gr. «dyskrasía») f. Med. Alteración grave de la nutrición producida, por ejemplo, en una *enfermedad consuntiva. ≃ Cacoquimia, caquexia. * * * discrasia. (Del lat. dyscrasĭa, y este del gr. δυσκρασία). f. Med. caquexia… … Enciclopedia Universal
ακρασία — (I) η (Α ἀκρασία) [ἄκρατος] κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών τού σώματος, δυσκρασία αρχ. η μη υγιεινή σύσταση τού αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα. (II) ἀκρασία, η (Α) η ακράτεια*. (III) ἀκρασία, η (Μ) έλλειψη κρασιού.… … Dictionary of Greek
δυσκρασιῶν — δυσκρᾱσιῶν , δυσκρασία bad temperament fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκρασίαις — δυσκρᾱσίαις , δυσκρασία bad temperament fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκρασίαν — δυσκρᾱσίᾱν , δυσκρασία bad temperament fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)